Στον εντοπισμό του δράστη και τη διαλεύκανσή της υπόθεσης βοήθησαν καθοριστικά οι ικανότητες της Ελένης Κικίδου, ενός από τα γνωστότερα μέντιουμ της εποχής
Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1950, όταν η Ελλάδα προσπαθούσε να επουλώσει τις πληγές της Κατοχής και του Εμφυλίου, εγκλήματα όπως αυτό που ακολουθεί ήταν ικανά να συνταράξουν το κοινό αίσθημα και να προκαλέσουν μεγάλο θόρυβο. Η υπόθεση του «Δράκου της Βουλιαγμένης» απασχόλησε επί μήνες τον Τύπο και το κοινό, έχοντας κάποια πολύ ιδιαίτερα χαρακτηριστικά όχι μόνο σε ό,τι έχει να κάνει με αυτή καθαυτή τη δράση του εγκληματία όσο και με το γεγονός ότι χρησιμοποιήθηκε ένα μέντιουμ ως βοήθεια για την ανεύρεση του δράστη.
Πρόκειται για ένα από τα εγκλήματα που παρουσιάζονται στο βιβλίο «100 εγκλήματα στην Ελλάδα» που κυκλοφόρησε μαζί με το ΘΕΜΑ της προπερασμένης Κυριακής
Ήταν αργά το βράδυ της 5ης Αυγούστου του 1953, όταν στην περιοχή του Μικρού Καβουρίου ακούστηκαν τέσσερις πυροβολισμοί και μαζί οι φωνές μιας γυναίκας που ζητούσε βοήθεια. Όσοι έσπευσαν να βοηθήσουν βρέθηκαν μπροστά σε ένα φρικτό θέαμα. Ένας άνδρας βρισκόταν νεκρός στο έδαφος μέσα σε μια λίμνη αίματος και μια νεαρή κοπέλα είχε τραυματιστεί σοβαρά αλλά ζούσε ακόμα.
Κλήθηκε η Αστυνομία ενώ ένα ασθενοφόρο μετέφερε την κοπέλα στο νοσοκομείο, όπου και τελικά κατάφερε να αναρρώσει. Νεκρός ήταν ο Θεόδωρος Δέγλερης, ενώ η 24χρονη κοπέλα ονομαζόταν Σοφία Μαναβάκη. Κανείς δεν γνώριζε τι είχε συμβεί και οι περισσότεροι το απέδωσαν σε πράξη κάποιου από τους ηδονοβλεψίες που δρούσαν στην περιοχή.
Η κατάθεση της Μαναβάκη, όταν κατάφερε να συνέλθει στο νοσοκομείο, δεν βοήθησε πολύ ως προς τα χαρακτηριστικά του δράστη. Υποστήριξε επίσης ότι της πήρε την τσάντα με 30.000 δραχμές ενώ άρπαξε και το ρολόι του Δέγλερη προτού εξαφανιστεί μέσα στο σκοτάδι. Αναφερόμενη στο περιστατικό, είπε ότι ο άνδρας τους πυροβόλησε από πολύ κοντινή απόσταση και αφού αφουγκράστηκε τον Δέγλερη και της είπε ότι η καρδιά του χτυπούσε ακόμα, την πλησίασε με τρόπο που φαινόταν ότι ήθελε να της παράσχει βοήθεια.
Αυτές οι περιγραφές ήταν ιδανικές για ανάγνωσμα στις εφημερίδες της επόμενης ημέρας, οι οποίες συγκλόνισαν το αναγνωστικό κοινό, όμως δεν βοήθησαν καθόλου τους άνδρες της Αστυνομίας που είχαν αναλάβει την υπόθεση. Προσπαθούν να την συνδέσουν με μια ακόμα υπόθεση που είχε γίνει πριν από έξι ημέρες, όταν μια αυτοσχέδια χειροβομβίδα τραυμάτισε ένα νεαρό ζευγάρι πάλι στην ίδια περιοχή, όμως δεν φαίνεται να κατέληγαν κάπου.
Από αυτό το αδιέξοδο ήρθε να τους βγάλει ένας δημοσιογράφος και μια μέθοδος η οποία έχει μείνει στα χρονικά της Ελληνικής Αστυνομίας. Ο άνθρωπος αυτός ήταν ένας πανέξυπνος δημοσιογράφος, ο Θεόδωρος Δράκος, ο οποίος ανακοινώνει από την εφημερίδα «Ακρόπολις» ότι το πιο γνωστό μέντιουμ της εποχής, η Ελένη Κικίδου, θα μπορούσε να βοηθήσει στις έρευνες υποδεικνύοντας τον δράστη.
Ο δημοσιογράφος είναι εξαιρετικά επίμονος και καταφέρνει να καταρρίψει τους ενδοιασμούς της Κικίδου, κι έτσι μια νύχτα του Αυγούστου μερικές ημέρες μετά το έγκλημα εκείνη βρίσκεται μαζί με τον δημοσιογράφο στον τόπο του εγκλήματος.
Η Κικίδου ευρισκόμενη σε κατάσταση ύπνωσης «βλέπει» διάφορα πράγματα και περιγράφει στους παρευρισκόμενους τη σκηνή του φόνου αλλά και τη μορφή του δράστη και το προφίλ του. Το «πείραμα της διοράσεως», όπως το αποκάλεσαν τότε, είχε αρκετά μεγάλη επιτυχία, καθώς η Κικίδου με έναν πολύ παράξενο τρόπο έδωσε νέα ώθηση στις αστυνομικές έρευνες.
Οι έρευνες αυτές είχαν επικεντρωθεί στο 25ο Σύνταγμα Πεζικού στον Χολαργό. Κι αυτό γιατί το όπλο του εγκλήματος που είχε βρεθεί λίγα μέτρα μακριά από το σημείο του εγκλήματος και τυλιγμένο με ένα μαντίλι, είχε σειριακό αριθμό που ταίριαζε με αυτόν που ανήκε σε κάποιον στρατιωτικό της συγκεκριμένης μονάδας.
Όμως ο στρατιωτικός αυτός είχε παραδώσει το όπλο με το σειριακό αριθμό φεύγοντας με άδεια τις ημέρες του φονικού, οπότε τα πράγματα άρχισαν να περιπλέκονται ακόμα περισσότερο. Και γίνονταν ακόμα χειρότερα καθώς πάνω στο περίστροφο δεν είχε βρεθεί ένα ξεκάθαρο αποτύπωμα του δράστη.
Στο στόχαστρο των ερευνών μπαίνουν πλέον οι ηδονοβλεψίες της Βουλιαγμένης, οι «μπανιστές», όπως τους έλεγαν τα ΜΜΕ της εποχής. Ανακρίνονται δύο από αυτούς οι οποίοι αρνούνται οποιαδήποτε συμμετοχή, ονομάζουν όμως ένα τρίτο πρόσωπο, το οποίο από την πρώτη στιγμή που εμφανίστηκε στο ανακριτικό της Αστυνομίας κέντρισε το ενδιαφέρον. Ο 25χρονος Μιχάλης Στεφανόπουλος, γιος ενός κρεοπώλη, έχει απολυθεί πριν από τέσσερις μήνες από τον Στρατό.
Τα χαρακτηριστικά του ταιριάζουν σχεδόν απόλυτα με αυτά που είχε πει το μέντιουμ, ιδίως μία ουλή στο πρόσωπο που είχε προκύψει από εγχείρηση για μία οδοντιατρική επέμβαση, γι’ αυτό και στην πιάτσα των ατόμων αυτών είχε το παρατσούκλι «ο Μιχάλης ο Σημαδεμένος». Στις 2 Σεπτεμβρίου του 1953 γίνεται η επίσημη προσαγωγή του για ανάκριση κι εκεί προκύπτουν δύο πολύ σημαντικά στοιχεία που θα οδηγήσουν και στη σύλληψή του.
Στο χέρι του φοράει το ρολόι του Δέγλερη, ενώ τα παπούτσια του ανήκουν στον άνδρα που είχε δεχθεί μαζί με τη σύντροφό του την άλλη επίθεση με τις χειροβομβίδες. Παρά το γεγονός ότι τα αρνείται όλα σε πρώτη φάση, τελικά θα «σπάσει» μετά από πολύωρη ανάκριση. Προσπαθώντας να εξηγήσει την πράξη του είπε ότι το πάθος του τον τύφλωσε και πως δεν θυμόταν γιατί σήκωσε το όπλο και πυροβόλησε. Όταν κατάλαβε τι είχε γίνει, έσπευσε να εξαφανιστεί επιστρέφοντας στο σπίτι του.
Η σύλληψή του τα ξημερώματα στις 2 Σεπτεμβρίου στο σπίτι του στην περιοχή του Λυκαβηττού πήρε πανηγυρικό χαρακτήρα για τις εφημερίδες αλλά και την κοινή γνώμη που έβλεπε έναν τόσο στυγνό εγκληματία να μην έχει τη δυνατότητα να συνεχίσει το θανατηφόρο έργο του.
Η αναπαράσταση του εγκλήματος ήταν μια ακόμα αφορμή για τους δημοσιογράφους να γεμίσουν σελίδες επί σελίδων σε έναν παροξυσμό γλαφυρών περιγραφών για την ασυγκίνητη ηρεμία που επεδείκνυε ο «Δράκος της Βουλιαγμένης» όταν αφηγείτο τις λεπτομέρειες της πράξης του και το ακόρεστο πάθος του ηδονοβλεψία.
Ο ίδιος επέμενε ότι, εκτός από τον φόνο δεν είχε κλέψει το ρολόι ή τα χρήματα, ότι όλα έγιναν γιατί «ο διάβολος μπήκε μέσα μου» ενώ για την υπόθεση της χειροβομβίδας είχε δηλώσει ότι την είχε κατασκευάσει για να πάει για ψάρεμα, όμως δεν τα κατάφερε και την έριξε στα βράχια, χωρίς να έχει πρόθεση να τραυματίσει κάποιον. Οι ειδικοί της εποχής μιλούν για μια εγκληματική προσωπικότητα με διεστραμμένη σεξουαλική ανάγκη, χωρίς όμως να έχει το ακαταλόγιστο.
Η δίκη έγινε τον Μάρτιο του 1954 στην Αθήνα, με πλήθος κόσμου να παρακολουθεί στην κατάμεστη αίθουσα. Ο δράστης αναφέρθηκε στα παιδικά του χρόνια, τα οποία ήταν εξαιρετικά δύσκολα, με γονείς χωρισμένους και κανένα ενδιαφέρον για το σχολείο του, ενώ απέδωσε τη διαστροφική του έξη σε μια μεγάλη ερωτική απογοήτευση που είχε λίγα χρόνια πριν, όταν τον εγκατέλειψε η κοπέλα με την οποία ήταν τρελά ερωτευμένος.
Για το βράδυ του φονικού είπε ότι τους παρατηρούσε για αρκετή ώρα και είχε μεγάλη ζήλια για τις ερωτικές περιπτύξεις που συνέβαιναν μπροστά στα μάτια του και αφού σκότωσε τον άνδρα ένιωσε δυνατός καθώς μπορούσε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στην τραυματισμένη κοπέλα.
Παρά τις προσπάθειες της υπεράσπισης να του αναγνωριστεί το ελαφρυντικό ότι δεν είχε συναίσθηση των πράξεών του, το δικαστήριο τον έκρινε ένοχο χωρίς κανένα ελαφρυντικό και τον καταδίκασε εις θάνατον για τον φόνο και 24 χρόνια για τρεις απόπειρες. Στις 10 Αυγούστου του 1954, αφού ζήτησε να του λύσουν τα χέρια και να του δέσουν τα μάτια, στάθηκε μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα στην περιοχή Τούρλος της Αίγινας.